λευκήπειρος

λευκήπειρος
λευκ-ήπειρος, ον,
A with white soil, [πέτραι] Gp.2.6.39.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λευκήπειρος — λευκήπειρος, ον (Μ) αυτός που έχει άσπρο χώμα, λευκόγειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἤπειρος (πρβλ. μεσ ήπειρος)] …   Dictionary of Greek

  • λευκήπειροι — λευκήπειρος with white soil masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήπειρος — Εκτεταμένο τμήμα ξηράς. Διακρίνεται από τα νησιά λόγω της μεγαλύτερης έκτασής του, ενώ χωρίζεται με τους ωκεανούς από τις άλλες η. Οι καθαυτό ή., με την ορθή έννοια του όρου, είναι τέσσερις: η ΑρχαίαΕυρασιατοαφρικανική ή., που σχηματίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”